Μπόνο

Μπόνο
(Bono, Δουβλίνο 1960 -). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιρλανδού τραγουδιστή και συνθέτη Πολ Χιούσον (Paul Hewson). Σε ηλικία 15 ετών ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, με ακούσματα από Θιν Λίζι, Ραμόνς, Τελεβίζιον και Πάτι Σμιθ. Στο σχολείο απέκτησε το ψευδώνυμο Μπόνο Βοξ (λατ: καλή φωνή), το οποίο αργότερα έγινε Μπόνο. Το 1976 γνωρίστηκε με τον ντράμερ Λάρι Μιούλεν Τζ., μετά από μια αγγελία του τελευταίου για μουσική συνεργασία, καθώς και με τον κιθαρίστα Ντέιβ Ίβανς – γνωστός με το ψευδώνυμο Δι Ετζ – και τον μπασίστα Άνταμ Κλέϊτον. Αποτέλεσμα της γνωριμίας του ήταν ο σχηματισμός του συγκροτήματος U2, ενός από τα σημαντικότερα συγκροτήματα παγκοσμίως, την τελευταία εικοσιπενταετία του 20ου αιώνα. Οι πρώτες επιτυχίες του συγκροτήματος ήρθαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με τους δίσκους Boy και War, ενώ οι επόμενοι δίσκοι τους έκαναν παγκοσμίως γνωστούς. Οι στίχοι του Μπόνο είναι εμπνευσμένοι από πολιτικο-κοινωνικά θέματα και η πρώτη συμμετοχή τους σε μια μεγάλη διοργάνωση με κοινωνικό προσανατολισμό ήταν το 1985, στη συναυλία Live Aid. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 ο Μπόνο δραστηριοποιήθηκε περισσότερο με την πολιτική, ενώ το συγκρότημα εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, σε αναζήτηση νέας μουσικής ταυτότητας. Ο Μπόνο, επηρεασμένος από τις υπερρεαλιστικές και μπρεχτιανές ρίζες της ροκ παράστασης, εγκατέλειψε την πραγματική του εικόνα, υιοθετώντας μια κυβερνοπάνκ εμφάνιση. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πρωτοστάτησε στην κίνηση καλλιτεχνών για την άφεση των χρεών των υποανάπτυκτων κρατών. Για την προσφορά του στον αγώνα για παγκόσμια ειρήνη και αρωγή προς τις χώρες του τρίτου κόσμου, προτάθηκε για το Νόμπελ ειρήνης 2003.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κοντιγιάκ, Ετιέν Μπονό ντε- — (Étienne Bonnot de Condillac, Γκρενόμπλ 1715 – Μποζανσί 1780). Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν επικεφαλής της σχολής των λεγόμενων ιδεολόγων. Η θεωρία του, που είναι γνωστή ως αισθησιοκρατία, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Τζιαμπόνο, Mικαέλο ντι Ταντέο Μπόνο — (Giambono, 1420 – 1462). Ιταλός ζωγράφος και κατασκευαστής μωσαϊκών. Υπήρξε το σημαντικότερο μέλος ομώνυμης οικογένειας ζωγράφων και κατασκευαστών μωσαϊκών, η οποία έδρασε στη Βενετία από το 1396 έως το 1546. Έργα του υπάρχουν στη Βενετία, όπως… …   Dictionary of Greek

  • αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία — Γνωσιολογική θεωρία που όχι μόνο αρνείται, κατά τον τρόπο του εμπειρισμού, την ύπαρξη γνωστικών αρχών οι οποίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και θεωρεί ως μοναδική πηγή της γνώσης την αίσθηση. Όσο κι αν ο όρος α. δεν υιοθετήθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… …   Dictionary of Greek

  • Γιου Του — (U2). Μουσικό ποπ συγκρότημα. Βλ. λ. Μπόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”